- φελλός
- ο1. σπογγώδης φυτικός ιστός, ελαφρός, ελαστικός και αδιάβροχος, που αποτελεί το εξωτερικό στρώμα του φλοιού ορισμένων δέντρων.2. κομμάτι από αυτή την ύλη ή είδος κατασκευασμένο από αυτή: Tο μπουκάλι κλείνει με φελλό.3. πώμα, τάπα μπουκαλιού ή άλλου δοχείου, η οποία είναι από φελλό.4. μτφ., άνθρωπος επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.